Geniki2

Γέρων Αιμιλιανός

ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ ΖΩΗΣ  (βελτιωμένη έκδοση 2025)

(Πρώτη γραφή Ιερομ. Σεραπίωνος Σιμωνοπετρίτου,
ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ -Χαριστήρια εις τιμήν του Γέροντος Αιμιλιανού, Ίνδικτος 2003.)

Ο Γέροντας Αιμιλιανός ο Σιμωνοπετρίτης, κατά κόσμον Αλέξανδρος Βαφείδης, υπήρξε Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας από το 1973 ώς το 2000 και Θεμελιωτής του Ιερού Μετοχίου Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Ορμύλια Χαλκιδικής.

Γεννήθηκε στην Νίκαια Πειραιώς το 1934 από ευσεβείς γονείς, τον Μικρασιάτη Χρήστο Βαφείδη και την Χιώτισσα Δήμητρα Κρομμύδα. Η εκ πατρός γιαγιά του Ευταξία ήταν Καππαδόκισσα, γεννημένη στo Aραβάν, ο δε παππούς του Αλέξανδρος καταγόταν από την Σηλυβρία της Θράκης και φοίτησε στην περιώνυμη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Ο παππούς του και η γιαγιά του δίδαξαν ως δημοδιδάσκαλοι σε πολλά χωριά του Ικονίου για τις ανάγκες του ελληνισμού, και ήλθαν στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Αν και ήσαν έγγαμοι, ζούσαν ως μοναχοί, αγρυπνούντες και προσευχόμενοι. Η γιαγιά του Γέροντα μάλιστα εκοιμήθη ως μοναχή Ευδοξία, η δε μητέρα του ως μοναχή Αιμιλιανή.

Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στα Σήμαντρα Χαλκιδικής, όπου είχε εγκατασταθεί και δίδασκε η γιαγιά του, αλλά παρακολούθησε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο εξατάξιο Γυμνάσιο στην Νίκαια Πειραιώς, όπου διέμεναν οι γονείς του, με άριστη πάντοτε επίδοση. Συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αρχικώς στην Νομική Σχολή για ένα έτος, και εν συνεχεία στην Θεολογική Σχολή, ακολουθώντας την έφεση της ψυχής του.

Κατά την διάρκεια των πανεπιστημιακών του σπουδών, με ομάδα ομοφρονούντων φίλων του από τα γυμνασιακά χρόνια συμμετείχαν ενεργά σε κατηχητικά, χριστιανικές κατασκηνώσεις, ομιλίες και άλλες εκδηλώσεις, όπου φάνηκαν και καλλιεργήθηκαν τα ψυχικά, πνευματικά, ηγετικά και οργανωτικά χαρίσματά του. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές, λόγω της παρεχόμενης εκείνη την εποχή αγωγής και κατευθύνσεως, σκεφτόταν την ιερωσύνη, με απώτερο σκοπό την εξωτερική ιεραποστολή· έκρινε όμως ότι θα ήταν καλύτερο για τον σκοπό αυτόν να προετοιμασθεί σε ένα μοναστήρι. Απευθύνθηκε τότε στον μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών Διονύσιο, που μόλις είχε αναλάβει τα ποιμαντικά του καθήκοντα και είχε φήμη φιλομόναχου επισκόπου.

Έτσι βρέθηκε στα Τρίκαλα το 1960 και ανέθεσε τα καθ΄ εαυτόν στον ποιμενάρχη, ο οποίος την 9η Δεκεμβρίου του 1960 τον έκειρε μοναχό με το όνομα Αιμιλιανός στην Ιερά Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων. Την 11η του ιδίου μηνός ο μητροπολίτης τον χειροτόνησε διάκονο στον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής Τρικάλων και στις 15 Αυγούστου 1961 τον χειροτόνησε ιερέα στην Ιερά Μονή Βυτουμά.

Dsc07920sm
Μετέωρα
 Mg 1387sm
Ι. Μονή Μεταμορφώσεως [Μεγάλο Μετέωρο] Μετέωρα
 Mg 7637sm
Ι. Μονή Μεταμορφώσεως [Μεγάλο Μετέωρο] Μετέωρα
Img 2939 Panosm
Η Ιερά Μονή Αγίου Βησσαρίωνος [Δούσικο]

Μετά την εις πρεσβύτερον χειροτονία του εστάλη στην Ιερά Μονή Αγίου Βησσαρίωνος Δουσίκου, όπου εγκαταβίωσε ώς τον Νοέμβριο του 1962. Στον έρημο, απομονωμένο, αλλά και ευλογημένον εκείνον τόπο έζησε σε πλήρη μόνωση και ησυχία, εκζητώντας εμπόνως και εκτενώς τον Θεόν, «τον λυτρούμενον από καταιγίδος και ολιγοψυχίας». Ο Κύριος εν τη προνοία του, ευήκοος γενόμενος εις τας μυστικάς κραυγάς του, αποκαλύφθηκε στον δούλο Του και, μεταμορφώνοντας εν τω φωτί Του την ύπαρξη αυτού, του απεκάλυψε «οδούς ζωής».

Στρέφεται έκτοτε με όλον του τον πόθο και τις δυνάμεις στην μοναχική ζωή, και μέσα στα εναπομείναντα λείψανά της οραματίζεται με ανυπέρβλητο θάρρος και πτεροφυά ελπίδα την αναβίωση και ανακαίνισή της.

Έχοντας και ο μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος τον ίδιο πόθο για την μοναχική ζωή, τον μετεκάλεσε από το Δούσικο στα τέλη του 1962 και τον κατέστησε ηγούμενο (21-11-1962) στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Μεγάλου Μετεώρου. Εκεί, μόνος κατ΄ αρχάς, παρά το πάντοτε εύθραυστον της υγείας του, καλλιεργεί αόκνως με μεγάλη υπομονή και επιμονή την ασκητική, μυστική και μυστηριακή ζωή. Αγρυπνεί, προσεύχεται αδιαλείπτως και επιδίδεται σε εμβριθέστατη και διαρκή μελέτη πατερικών, ασκητικών και εκκλησιαστικών κειμένων. Με ακόρεστη δίψα αναζητεί, ευρίσκει και μελετά κάθε κείμενο που αναφέρεται στην οργάνωση και λειτουργία του ορθοδόξου μοναχισμού και μάλιστα του κοινοβιακού, εμβαθύνοντας στους μοναχικούς θεσμούς της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας και στα Τυπικά διακεκριμένων αρχαίων μονών.

Ενώ η πολιτεία του ήταν καθαρώς ασκητική, την 16η Φεβρουαρίου 1963 ο μητροπολίτης τού έδωσε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου και του ανέθεσε «το κηρυκτικόν και εξομολογητικόν έργον», ορίζοντάς τον Προϊστάμενο στον θεομητορικό ναό της Αγίας Επισκέψεως Τρικάλων. Εργάσθηκε επίσης «εις την κατηχητικήν κίνησιν ως και την των Χριστιανικών ομάδων της Ιεράς Μητροπόλεως», όπως σημειώνει ο ίδιος.

Από τούδε ανοίγεται νέα περίοδος στην ζωή του σεβαστού Γέροντος. Δεν είναι πλέον μόνος· γίνεται «πατήρ» διά πολλούς «υιούς και θυγατέρας του Θεού»∙ ζει και αισθάνεται ως αληθής απόστολος. Η ζωή του είναι αφιερωμένη στα τέκνα του μετά πάσης ελευθερίας, χωρίς να αναμένει ποτέ, έως τέλους, ούτε την ελάχιστη ανταπόδοση και ανταπόκριση. Από αυτούς αρκετοί σκέπτονται την μοναχική ζωή, και συν τω χρόνω δημιουργείται ο πρώτος πυρήνας της αδελφότητος της Ιεράς Μονής του Μετεώρου, ενώ άλλοι στρέφονται στον κλήρο ή στην οικογενειακή ζωή∙ όλοι πάντως ζουν ως μία ευρύτερη πνευματική οικογένεια με κέντρο το μοναστήρι.

Το 1963 εγκαταστάθηκαν στο Μεγάλο Μετέωρο οι δύο πρώτοι μοναχοί, και από το σχολικό έτος 1965-66 πλειάς μαθητών του Γυμνασίου δοκιμάζουν την μοναχική ζωή κοντά του. Την 6η Αυγούστου του 1966 ο Γέροντάς του, μητροπολίτης Διονύσιος, τον έκειρε μεγαλόσχημο μοναχό. Η πορεία του νεαρού, πλην όμως χαρισματούχου, ηγουμένου και η μοναχική ζωή του Μετεώρου κατευφραίνουν εμφανώς τον σεβασμιώτατο μητροπολίτη και τον γεμίζουν με χρηστές ελπίδες.

Στην αρχή της θεμελιώσεως της μοναχικής ζωής στα Μετέωρα συμβουλεύεται και συνάπτει πνευματικούς δεσμούς με σύγχρονές του οσιακές μορφές: παπα-Δημήτρη Γκαγκαστάθη, Αμφιλόχιον Πάτμου, Φιλόθεον Ζερβάκο, Σίμωνα Αρβανίτη, Δαμασκηνόν Κατρακούλη. Την ίδια περίοδο συνδέεται με τον Αθανάσιον Γιέφτιτς και τον Αμφιλόχιον Ράντοβιτς, φοιτητές τότε του Πανεπιστημίου Αθηνών, διαπρεπείς αργότερα Σέρβους Ιεράρχες, πνευματικά τέκνα του αγίου Γέροντος και στύλου της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς, τον οποίον θα επισκεφτεί στην Σερβία (1976), ως Καθηγούμενος πλέον της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας.

Την ίδια εποχή, ο Γέροντας άρχισε τις προσκυνηματικές του επισκέψεις στο Άγιον Όρος, προκειμένου να συλλέξει πλούτο πνευματικής εμπειρίας. Γνωρίζεται τότε με τον όσιο Γέροντα Παΐσιο και, φθάνοντας μέχρι τα Κατουνάκια, συναντά τον μέγα αθλητή της υπακοής παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτη. Μεταξύ των δύο ανδρών αναπτύσσεται στενή πνευματική σχέση, για την οποία ο οσιωθείς παπα-Εφραίμ έλεγε συχνά: «Βρήκα τον απωλεσθέντα Γέροντά μου, έναν άλλο Γερο-Ιωσήφ, τον χρυσόγλωσσο και σεβαστό Γέροντα Αιμιλιανό».

G AIMILIANOS 08
Με τον παπα-Εφραίμ Κατουνιακώτη
G Aimilianos 11
Με τον Άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς
G Aimilianos 16sm1
Με τον Γ. Εφραίμ της Αριζόνας

Το 1968, με την κουρά τριών νεαρών τότε υποτακτικών, φοιτητών της Θεολογικής Σχολής, απαρτίζει την αδελφότητα του Μετεώρου. Με βαθιά προνοητικότητα ή, καλύτερα, προόραση θέτει τις βάσεις της κοινοβιακής ζωής. Με το διορατικό του βλέμμα εξ αρχής επιλέγει και προκρίνει ως διάδοχό του τον μαθητή τότε Γυμνασίου Εμμανουήλ Ράπτη, τον σημερινό Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής μας, πανοσιολογιώτατον αρχιμανδρίτην Ελισσαίον.

Κατά το έτος 1972, μετά από πολυετή δοκιμασία και δυσκολίες, είναι έτοιμος ο πρώτος πυρήνας της γυναικείας μοναστικής αδελφότητος, η οποία με Προεστώσα την νυν Γερόντισσα Νικοδήμη εγκαταστάθηκε προσωρινά στην Ιερά Μονή Αγίων Θεοδώρων, εγγύς των Μετεώρων. Ενώ η γυναικεία αδελφότης ήταν ακόμη στα σπάργανα, ο σοφός Γέροντας ετοίμαζε τον εσωτερικό Κανονισμό της, γραπτό κείμενό του που αποτελεί την πνευματική διαθήκη του, το οποίο σε τελική μορφή παραδόθηκε στις αδελφές την 5η Μαΐου του 1975 στο σημερινό Μετόχι Του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Ορμύλια Χαλκιδικής, όπου είχαν εγκατασταθεί οριστικά.

Μετά την εις Κύριον εκδημίαν του μακαριστού μητροπολίτου Διονυσίου τον Ιανουάριο του 1970, η αδελφότης του Μετεώρου στα τέλη του 1973 μεταφυτεύεται στο αγιώνυμο Όρος. Σε αυτό τους ώθησε η ανάγκη για μεγαλύτερη ησυχία, καθώς και η επίμονη παράκληση της εν λειψανδρία τότε ευρισκομένης Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας. Επειδή η θέση του ηγουμένου στην Ιερά Μονή ήτο κενή λόγω κοιμήσεως του μακαριστού αρχιμανδρίτου Χαραλάμπους, ο Γέροντας εκλέγεται την 25η Νοεμβρίου του 1973, από τους παλαιούς, κατά τα αγιορειτικά τυπικά, αδελφούς της Ιεράς Μονής Καθηγούμενος της Μονής και ακολούθως ενθρονίζεται την 17η Δεκεμβρίου από την Ιερά Κοινότητα.

Ως ηγούμενος στο νέο Μοναστήρι παράλληλα με την αγρυπνητική ζωή του, την Θεία Λειτουργία και τα λοιπά καθήκοντά του, φροντίζει για την αναδιοργάνωση της εσωτερικής ζωής της νέας αδελφότητος. Με σοφία και διάκριση προσλαμβάνει την αγιορειτική παράδοση με τα υπάρχοντα Τυπικά της, θέτει και την προσωπική του σφραγίδα, και δημιουργεί το Τυπικό της Μονής «στοιχών τοις θείοις Κανόσι» των αγίων Πατέρων, τους οποίους τόσο πολύ αγάπησε, με διακαή δίψα μελέτησε και παρέδωσε στους συγχρόνους του με μία επικαιρότητα μοναδική. Με σεβασμό και αγάπη, στην πείρα των παλαιών γερόντων εγκεντρίζει τον νεανικό ενθουσιασμό, την αφοσίωση και τον ζήλο των νεότερων μοναχών, και ενοποιεί την νέα κατά πολύ μεγαλύτερη αδελφότητα. Εν γένει, με την πατρική διαποίμανση και την χρηστή διοίκησή του προέβαλε την μακραίωνη παράδοση της παλαιφάτου αυτής Ιεράς Μονής και ανόρθωσε το κύρος της.

 N7k3125sm
Ι. Μονή Σίμωνος Πέτρας
G AIMILIANOS 22
Λειτουργός στην Σιμωνόπετρα
20140822 Thd 0061sm
Ι. Μονή Σίμωνος Πέτρας

Παράλληλα με την τακτοποίηση της συνοδίας του στο Άγιον Όρος, ενδιαφέρεται πατρικώς και για την εγκαταβίωση σε μοναστήρι της συμπηχθείσης γυναικείας αδελφότητος. Αγοράσθηκε προς τούτο από την Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας το παλαιό Βατοπαιδινό Μετόχι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Ορμύλια της Χαλκιδικής, το οποίο με την έγκριση του επιχωρίου επισκόπου και της Ιεράς Κοινότητος κατέστη και λειτουργεί ως Μετόχι της Σιμωνόπετρας από την 5η Ιουλίου του 1974.

Την ανακαίνιση του μικρού ερειπωμένου Μετοχίου, του οποίου καταξιώθηκε να γίνει σοφός και μεγάθυμος κτήτωρ, κατόρθωσε με μύριους κόπους και έμπονες προσευχές. Έπρεπε να αρχίσει εκ του μηδενός τα πάντα. Αφού εξασφάλισε την απαραίτητη για την ησυχία πέριξ του Μετοχίου έκταση, άρχισε το 1980 την κτηριακή ανοικοδόμηση, «ευδοκία και χάριτι Θεού» αλλά και με την συνδρομή του πιστού λαού. Σε μία δεκαπενταετία περίπου δημιουργήθηκε ένα μεγάλο Κοινόβιο. Απερίγραπτη ήταν η χαρά και η συγκίνησή του κατά την θεμελίωση του Καθολικού του Μετοχίου την 14η Σεπτεμβρίου του 1980 από τον μητροπολίτη Κασσανδρείας κυρό Συνέσιο, στο σεπτό πρόσωπο του οποίου συνάντησε τον διακριτικό και νουνεχή επίσκοπο. Το Μετόχι, την 25η Οκτωβρίου του 1991, διά Σιγγιλιώδους Πατριαρχικού Γράμματος της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, έλαβε Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή αξία.

Ακολουθώντας το παράδειγμα των Πατέρων, που βοηθούσαν τους εν ανάγκαις και ασθενείαις συνανθρώπους, ιδρύει το 1982 πλησίον του Μετοχίου το Κέντρον Πνευματικής και Κοινωνικής Συμπαραστάσεως «Παναγία η Φιλανθρωπινή» – κληροδότημα του αειμνήστου καπετάν Ιωάννου Χατζηπατέρα –, το οποίο λειτουργεί με την εποπτεία και φροντίδα της γυναικείας αδελφότητος ως ταπεινή και ανιδιοτελής προσφορά στον λαό της περιοχής.

Ο Γέροντας θεωρούσε ως Σιμωνόπετρα και όλα τα Μετόχια της: την Ανάληψη στην Αθήνα, τον Άγιο Χαράλαμπο στην Θεσσαλονίκη, τον Όσιο Νικόδημο στον Πεντάλοφο Γουμενίσσης και στην Γαλλία τον Άγιο Αντώνιο, την Μεταμόρφωση και την Αγία Σκέπη. Για όλα ενδιαφέρθηκε με πατρική στοργή, διότι πολλοί συναθροίζονται εκεί, αποζητώντας και βρίσκοντας στην Εκκλησία συμπαράσταση.

Ιδιαίτερη πρόνοια και επιμέλεια έδειξε για τους προστρέχοντες ετεροδόξους αλλοδαπούς, πολλούς από τους οποίους κατήχησε, βάπτισε και κάποιους έκειρε μοναχούς. Ανάμεσά τους ξεχωριστή θέση κατέχουν οι αρχιμανδρίτες π. Πλακίδας Deseille και π. Ηλίας Ragot, μαζί με τις συνοδίες τους· από αυτές, με την διαρκή καθοδήγηση και συμπαράσταση του Γέροντος, δημιουργήθηκαν κατά το διάστημα 1979 έως 1984 τα τρία Μετόχια της Σιμωνόπετρας στην Γαλλία: ένα άνδρωο, του Αγίου Αντωνίου, και δύο γυναικεία, της Αγίας Σκέπης και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, τα οποία αποτελούν φυτώρια του Ορθοδόξου μοναχισμού στην Δύση.

Από το 1980 επισκέφθηκε μερικές φορές τα Μετόχια της Γαλλίας, για να κατευθύνει και να ενισχύσει τις νέες αδελφότητες. Επισκέφθηκε τότε και τον όσιο Σωφρόνιο στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Essex Αγγλίας, με τον οποίον ανέπτυξε βαθιά πνευματική σχέση και συνδέθηκε με αμοιβαία αγάπη· μάλιστα, το 1988 παρέστη στις εκεί τελετές αγιοκατάξεως του Γέροντος Σιλουανού και των εγκαινίων του ομωνύμου ναού του, ενώ το 1993, λίγο προ της κοιμήσεως του οσίου Σωφρονίου, ανταποκρίθηκε στην πρόσκλησή του να ευλογήσει την τελευταία κατοικία του στην νεόκτιστη κρύπτη.

Ο Γέροντας, ως Καθηγούμενος της Σιμωνόπετρας, συμμετείχε στα κοινά του Αγίου Όρους, στις συνάξεις των ανωτάτων θεσμικών οργάνων του, της Δισενιαυσίου Ιεράς Συνάξεως και της Εκτάκτου Διπλής Ιεράς Συνάξεως. Με την διάκρισή δε και την πείρα του συνέβαλε προθύμως και αποτελεσματικώς στην διευθέτηση πολλών αγιορειτικών υποθέσεων. Εκπροσώπησε επίσης πολλές φορές το Άγιον Όρος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην Ελληνική Πολιτεία και αλλού, ως μέλος Ιεροκοινοτικών Επιτροπών και εξαρχικών αποστολών.

Φιλτάτη για τον Γέροντα ήταν η μόνωση, η ησυχία και η άσκηση της μοναχικής ζωής, καθώς και η εντρύφηση στην προσευχή. Ως πνευματικός πατήρ όμως της αδελφότητος της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας και της αδελφότητος τού εν Ορμυλία Ιερού Μετοχίου, διέθετε πολύν από τον χρόνο του στην διακονία της κατηχήσεως και καταρτίσεως αυτών. Συγχρόνως η αγάπη του για τον λαό του Θεού και την Εκκλησία τον ωθούσε να ανταποκρίνεται ενίοτε και στις προσκλήσεις των κατά τόπους αρχιερέων ή και άλλων φορέων για ομιλίες ή συμμετοχή του σε θεολογικά-μοναχικά συνέδρια στην Ελλάδα, στην Κύπρο ή αλλού, προς καταρτισμόν του χριστεπωνύμου πληρώματος.

Ακολουθώντας το παράδειγμα των Πατέρων, των βοηθούντων τους εν ανάγκαις και ασθενείαις συνανθρώπους, ιδρύει το 1982 πλησίον του Μετοχίου το Κέντρον πνευματικής και κοινωνικής συμπαραστάσεως «Παναγία η Φιλανθρωπινή» –κληροδότημα του αειμνήστου καπετάν Ιωάννου Χατζηπατέρα–, το οποίο λειτουργεί με την εποπτεία και φροντίδα της γυναικείας αδελφότητος, ως ταπεινή και ανιδιοτελής προσφορά στον λαό της περιοχής.

Ο Γέροντας θεωρούσε ως Σιμωνόπετρα και όλα τα Μετόχια της: την Ανάληψη στην Αθήνα, τον Άγιο Χαράλαμπο στην Θεσσαλονίκη, τον Όσιο Νικόδημο στον Πεντάλοφο Γουμενίσσης· και στην Γαλλία τον Άγιο Αντώνιο, την Μεταμόρφωση και την Αγία Σκέπη. Για όλα έδειξε ενδιαφέρον, στοργή και συμπαράσταση, διότι πολλοί συγκομίζονται εκεί, βρίσκοντας την Εκκλησία τόσο κοντά τους.

Ιδιαίτερη πρόνοια και επιμέλεια έδειξε για τους προστρέχοντας εις αυτόν ετεροδόξους αλλοδαπούς, πολλούς εκ των όποιων εκατήχησε, εβάπτισε και έκειρε. Ανάμεσά τους ξεχωριστή θέση κατέχουν οι αρχιμανδρίται π. Πλακίδας Deseille και π. Ηλίας Ragot, μαζί με τις συνοδίες τους· από αυτές, κατά το διάστημα 1979 έως 1984 και με την διαρκή καθοδήγηση και συμπαράσταση του Γέροντος, γεννήθηκαν τα τρία Μετόχια της Σιμωνόπετρας στην Γαλλία: ένα άνδρωο, του Αγίου Αντωνίου, και δύο γυναικεία, της Αγίας Σκέπης και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, τα οποία αποτελούν φυτώρια του Ορθοδόξου μοναχισμού στην Δύση.

Από το 1980 μετέβη μερικές φορές στα Μετόχια της Γαλλίας, για να κατευθύνει και να ενισχύσει τις νέες αδελφότητες. Επισκέφθηκε τότε και τον μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Essex Αγγλίας, με τον οποίον συνδέθηκε με αμοιβαία αγάπη και βαθιά πνευματική σχέση· μάλιστα, το 1988 παρέστη στις εκεί τελετές αγιοποιήσεως του Γέροντος Σιλουανού και των εγκαινίων του ομωνύμου ναού του, ενώ το 1993, λίγο προ της κοιμήσεως του Γέροντος Σωφρονίου, ανταποκρίθηκε στην πρόσκλησή του να ευλογήση την τελευταία κατοικία του στην νεόκτιστη κρύπτη. Ο Γέροντας συμμετείχε ως Καθηγούμενος στα κοινά του Αγίου Όρους, στις συνάξεις των ανωτάτων θεσμικών οργάνων του –της Δισενιαυσίου Ιεράς Συνάξεως και της Εκτάκτου Διπλής Ιεράς Συνάξεως–, με την πείρα δε και διάκρισή του συνέβαλε προθύμως στην διευθέτηση πολλών αγιορειτικών υποθέσεων. Εκπροσώπησε επίσης πολλές φορές το Άγιον Όρος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην Ελληνική Πολιτεία και αλλού, ως μέλος Ιεροκοινοτικών Επιτροπών και εξαρχικών αποστολών.

Εργαζόμενος κυρίως ως πνευματικός πατήρ της Μονής του και της αδελφότητος του εν Ορμυλία Ιερού Μετοχίου, τον περισσότερο χρόνο του διέθετε τόσο στην πληροφορία της διακονίας αυτής όσο και στην εντρύφηση της μοναχικής ζωής στην φιλτάτη του μόνωση και ησυχία. Η αγάπη του όμως για τον λαό του Θεού και την Εκκλησία τον έκανε να ανταποκρίνεται ενίοτε και στις προσκλήσεις των κατά τόπους αρχιερέων ή και άλλων φορέων, για ομιλίες ή συμμετοχή του σε θεολογικά-μοναχικά συνέδρια στην Ελλάδα, στην Κύπρο ή αλλού, προς καταρτισμόν του χριστεπωνύμου πληρώματος.

G AIMILIANOS 05
Στο Έσσεξ με τον Γέροντα Σωφρόνιο
G Aimilianos 28
Με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο
G Aimilianos 29
Με τον Αρχιεπ. Σιναίου Δαμιανό στο Σινά
Gaimilianos 22smsep
Με τον π. Πλακίδα Deseille & τον π. Σεραφείμ στο Μετόχι της Αγ. Σκέπης στο Solan της Γαλλίας
G AIMILIANOS 12
Με τον Πατριάρχη Δημήτριο
Gaimilianos 23smsp
Με τον π. Ηλία Ragot στο Μετόχι της Μεταμορφώσεως στο Terrasson της Γαλλίας

Προορώμενος δε τον Κύριον ενώπιόν του διά παντός, αντιπαρήρχετο με πολλήν φυσικότητα και απόλυτη ηρεμία και χαρά κάθε δυσκολία, δεχόμενος τα πάντα ως θεία ευλογία. Με την αυτή διάθεση δέχθηκε και την μεγάλη πυρκαϊά του Αυγούστου του 1990, η οποία κατέκαυσε το Άγιον Όρος και απείλησε σοβαρά την Σιμωνόπετρα.

Στις αρχές του 1995 ένας μόνιμος κλονισμός της υγείας του υποχρέωσε τον Γέροντα να εγκαταλείψει τα ηγουμενικά καθήκοντά του, το περιπόθητο μοναστήρι του και το πεφιλημένο του Άγιον Όρος και να εφησυχάσει στο Μετόχι της Ορμύλιας, «ανταναπληρών τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί του, υπέρ του σώματος του Χριστού», με μεγάλη καρτερία. Το έτος 2000 ο σεπτός Πατήρ παρέδωσε την σκυτάλη της ηγουμενίας στον νυν Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας Γέροντα Ελισαίο, ο οποίος με υϊικό σεβασμό συνεχίζει το έργο του μέχρι σήμερα.

Το πρωί της 9ης Μαΐου του έτους 2019, ο Γέροντας, εξεδήμησε προς Όν ηγάπησε Κύριον. Το σώμα του ετάφη στο Μετόχι της Ορμύλιας, το οποίο ως κτητορικό έργο της ζωής του προσέφερε στην Ευαγγελίστρια Κυρία Θεοτόκο. Επάνω στον τάφο του χαράχθηκε ο στίχος του ψαλτηρίου «Ἐκ νυκτός ὀρθρίζει τό πνεῦμα μου πρός σε ὁ Θεός», χαρακτηριστικός της αγρυπνητικής ζωής του.

Από τον πλούσιο πνευματικό αμητό του Γέροντος ελάχιστα κείμενα είδαν το φως της δημοσιότητος κατά τις ημέρες της δράσεώς του, διότι ο ίδιος, έχοντας ως μόνον σκοπό τον καταρτισμό και την οικοδομή των πνευματικών του τέκνων ή του ποιμνίου της Εκκλησίας, απέφευγε ταπεινοφρόνως την συγγραφή.

Ο λόγος του Γέροντος Αιμιλιανού χαρακτηρίζεται από την βιωματική προσέγγιση των θεμάτων, την βαθιά ανάλυση των νοημάτων και το πηγαίο της εκφράσεως. Οι κατηχήσεις του αποτελούν πολύτιμη κληρονομιά και παρακαταθήκη για τους μοναχούς του, κρατήρα πεπληρωμένον «οίνου ακράτου», ο οποίος με την επ’ εσχάτων σιωπή του κατέστη «περικεχρυσωμένος και περιηργυρωμένος», διαφυλάσσονται δε από τις δύο αδελφότητες ως τιμαλφέστατο κειμήλιο. Την απομαγνητοφώνηση και καταγραφή των πολυπληθών κατηχήσεων και ομιλιών του ανέλαβε η γυναικεία αδελφότης του Μετοχίου Ορμυλίας, η οποία και προβαίνει στην έκδοσή τους ως διακονία αγάπης στην Εκκλησία του Θεού.

Σεμνύνεται η Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας για την ηγουμενία του Γέροντος, η οποία αξιολογείται ήδη ως μία από τις ευλογημένες περιόδους της νεότερης ιστορίας της Μονής, θεομητορική δε προνοία συμπίπτει με την ευρύτερη αθρόα επάνδρωση και ακτινοβολία όλου του Αγίου Όρους.
Αξίζει να σημειωθεί η εκκλησιολογική προσέγγιση του μοναχισμού από τον Γέροντα, όπως διατυπώνεται στο Τυπικόν του Ιερού Κοινοβίου Ορμυλίας:

«Η μοναστική αδελφότης του Κοινοβίου, ζώσα με τον ίδιον αυτής ρυθμόν, ζη ουσιαστικώς εν τη Εκκλησία διά την Εκκλησίαν, ως η καρδία ή μέλος τι σώματος, και δεν εκτιμάται από την ανάπτυξιν δραστηριότητος αλλά, κυρίως, από την εραστικήν αναζήτησιν του Θεού. Ούτως οι μοναχοί αποβαίνουν θεοειδείς, ελκύοντες και τους άλλους προς την θείαν ζωήν»