Ιστορία του τόπου
Ο ΤΟΠΟΣ
Αντώνη Ιορδάνογλου, ΟΡΜΥΛΙΑ Προσκυνηματικός Οδηγός, Ίνδικτος 2007.
Όλος ο κάμπος που απλώνεται πέρα από τους μπαξέδες και τους ελαιώνες του μοναστηριού ήταν το ίδιο εύφορος εδώ και χιλιάδες χρόνια. Για αυτό οι προϊστορικοί ένοικοι της Χαλκιδικής ήρθαν εδώ από τη νεολιθική εποχή και έστησαν τους μικρούς τους οικισμούς, δίπλα στα γεμάτα καρπούς καλοποτισμένα από τα νερά του ποταμού Xαβρία χώματα της περιοχής.
Από τους τέσσερεις προϊστορικούς οικισμούς που έχουν ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα –ο νεολιθικός του Προφήτη Ηλία (4000-2000 π.Χ.), η Πλατειά Τούμπα στα τέλη της 2ης π.Χ. χιλιετίας, του Αγίου Γεωργίου της 2ης π.Χ. χιλιετίας και του Καστριού στα 1000 π.Χ.–, ένας μόνο οικισμός συνέχισε να υπάρχει και στα ιστορικά χρόνια και εξελίχθηκε σε σημαντικότατη πόλη. Είναι ο προϊστορικός οικισμός της Πλατειάς Τούμπας, στη θέση του οποίου δημιουργήθηκε η αρχαία Σερμύλη, μια πόλη-φρουρός ενός σημαντικότατου αρχαίου δρόμου ο οποίος μέχρι σήμερα ονομάζεται Νικητιανή Στράτα και είναι ο δρόμος που ενώνει τη Σιθωνία με τις δυτικές ακτές του Θερμαϊκού και τη Θεσσαλονίκη.
Tη Σερμύλη έχτισαν άποικοι από τη Χαλκίδα. Τα πλοία τους ήρθαν στα μακεδονικά ακρογιάλια πολύ νωρίς, γύρω στον 13ο αιώνα π.Χ., αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Η πόλη άκμασε και έκοβε μάλιστα και ασημένια νομίσματα. Στα χρόνια της Αθηναϊκής Συμμαχίας ήταν η σημαντικότερη στην Χαλκιδική πόλη-αποικία των Χαλκιδέων μετά την Τορώνη. Η συνδρομή της Σερμύλης στα αδηφάγα ταμεία της Αθηναϊκής Συμμαχίας κυμαινόταν από τρία έως επτά τάλαντα, ποσό εξαιρετικά σοβαρό. Τα χρόνια της ακμής δεν κράτησαν, βέβαια, για πάντα. Και αν η Σερμύλη γλύτωσε από τους Πέρσες συμμαχώντας μαζί τους (στα ανήσυχα χρόνια των Περσικών πολέμων), δεν γλίτωσε από τη μανία του Φιλίππου, και το 348 π.Χ. καταρημάχτηκε από τον ανίκητο μακεδονικό στρατό όπως και πολλές άλλες πόλεις της Χαλκιδικής. Τι κι αν ξανάρθαν άνθρωποι στη Σερμύλη; Η παλιά της λάμψη έσβησε οριστικά…
Στην ορμυλιώτικη γειτονιά, εκτός από την διάσημη Σερμύλη, υπήρχε και άλλη μία αρχαία πόλη λιγότερο γνωστή και λιγότερο σημαντική. Λεγόταν Καλλίπολις, βρισκόταν σε κάποια υψώματα βόρεια της Σερμύλης και σε αυτήν ζούσαν μάλλον φτωχοί άνθρωποι, οι οποίοι παρά την φτώχεια τους συνεισέφεραν κι αυτοί την ταπεινή τους συνδρομή στα ταμεία της Αθηναϊκής Συμμαχίας την περίοδο 434-438 π.Χ. Η Καλλίπολις μάλλον γλύτωσε από την λαίλαπα του Φιλίππου και κληρονόμησε το όνομά της σε μια παλαιοχριστιανική πόλη η οποία βρισκόταν εκεί όπου σήμερα βρίσκονται τα λείψανα του Κάστρου Καλλιπόλεως, το οποίο χτίστηκε τον 5ο μ.Χ. αιώνα.
Εκείνα τα πρώτα χρόνια της καινούργιας θρησκείας, στην περιοχή της Ορμύλιας υπήρχε και άλλος ένας παλαιοχριστιανικός οικισμός, βορειοδυτικά από το σημερινό χωριό Βατοπέδι. Οι Ορμυλιώτες αποκαλούν σήμερα τη θέση αυτή Γκβέλι. Και με δεδομένο ότι κάπου εκεί ανακαλύφθηκε άγαλμα της Κυβέλης, είναι μάλλον προφανές πως το «Κυβέλη» έγινε με τα χρόνια Γκβέλι, διαιωνίζοντας έτσι τις μνήμες από την αρχαιότατη ιστορία της περιοχής.
Το νερό κύλησε στον μεγάλο μύλο της Ιστορίας, οι άνθρωποι ζούσαν δημιουργώντας πολιτισμό στην Χαλκιδική, αλλά για την περιοχή της Ορμύλιας δεν έγραψαν και πολλά πράγματα κατά τα πρώτα βυζαντινά χρόνια. Στον οικισμό του Αγίου Γεωργίου Νικήτης υπάρχουν τα ερείπια της Βασιλικής του Σωφρονίου, μια τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική του πρώτου μισού του 5ου μ.Χ. αιώνα με εντυπωσιακό ψηφιδωτό δάπεδο. Σώζονται, επίσης, αρκετά αρχιτεκτονικά μαρμάρινα μέλη, καθώς και πέντε αναθηματικές επιγραφές, μεταξύ των οποίων και μία που αναφέρει «Ἐπισκόπου Σωφρονίου» – σε αυτήν οφείλει το συγκρότημα την ονομασία του. Στην κεντρική Χαλκιδική άρχισε να αναπτύσσεται ο ορθόδοξος μοναχισμός. Σε σπηλιές, όχθες ποταμών και βαθειές ερημιές, οι πρώτοι αναχωρητές έστηναν τα ταπεινά τους ασκηταριά, μακριά από τον κόσμο και κοντά στον Θεό.
Ένας από αυτούς ήταν ο –μετέπειτα όσιος– Ευθύμιος ο Νέος, ιδρυτής της περίφημης Μονής Περιστερών (αν πάτε από το χωριό Περιστερά στον Χορτιάτη, μην παραλείψετε να δείτε το εκπληκτικό παλαιό Καθολικό της Μονής: πρόκειται για ένα βυζαντινό αριστούργημα!). Ο όσιος Ευθύμιος ασκήτεψε σε τόπους κοντά στα σημερινά Βράσταμα και σε περιοχές βορείως της σημερινής Ορμύλιας. Ένας από τους μαθητές του, μάλιστα, εκάρη μοναχός στην Σερμυλία κώμη, δηλαδή στο χωριό που διατήρησε το αρχαίο όνομα της Σερμύλης και του οποίου δυστυχώς δεν γνωρίζουμε την ακριβή θέση. Είχε πάντως μια ωραία εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, με πολλές στοές. Είναι η πρώτη πληροφορία που έχουμε για την βυζαντινή Ορμύλια και είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθότι συνδέει την ιστορική παρουσία του χωριού με μία από τις ιδρυτικές μορφές του πρώιμου αθωνικού ασκητισμού. Όπως η ιστορία απέδειξε, η σχέση αυτή συνεχίστηκε, με την χάρη του Θεού, ώς τις μέρες μας.
Η Σερμύλη μετονομάστηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους σε Ερμηλία. Υπό το όνομα αυτό περιλαμβανόταν πλέον μια ολόκληρη διοικητική περιφέρεια και όχι μία πόλη ή χωριό. Ήταν το καπετανίκιον της Ερμυλίας, έδρα του οποίου ήταν ένα μεγάλο χωριό, το Κάστρο, που πιθανόν βρισκόταν κοντά στο σημερινό χωριό Ορμύλια. Το 1270, στο Κάστρο ζούσαν χίλιες ψυχές, και γύρω από αυτό υπήρχαν αρκετά χωριουδάκια και μικροί οικισμοί, σημαντικότερα εκ των οποίων ήταν ο Άγιος Ηλίας και ο Σωτήρ. Οι κάτοικοί τους καλλιεργούσαν τα χωράφια τους που αβγάταιναν από τις εύφορες λάσπες και τις προσχώσεις του Χαβρία ποταμού, οι οποίες δημιουργούσαν όλο και περισσότερες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Πολλά από αυτά τα χωράφια καθώς και άλλες τεράστιες εκτάσεις ανήκαν σε μεγαλόσχημους βυζαντινούς αξιωματούχους. Ένας εξ αυτών ήταν κάποιος ονόματι Θεοδόσιος Σκάρανος, ο οποίος, προτού αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο, δώρισε όλη του την περιουσία, που εκτεινόταν στην περιοχή της Ορμύλιας, στην αγιορειτική Μονή Ξηροποτάμου.
Έτσι δημιουργείται στον εύφορο κάμπο της Ορμύλιας το πρώτο αγιορείτικο μετόχι, στα τέλη του 13ου αιώνα. Με το πέρασμα των χρόνων, μέσα από δωρεές, εξαγορές και παραχωρήσεις, πολλά ακόμα αγιορείτικα μοναστήρια αποκτούν μετόχια στον πλούσιο χαλκιδικιώτικο κάμπο. Μετόχι στην περιοχή είχαν οι Μονές Μεγίστης Λαύρας, Βατοπαιδίου, Ιβήρων, Παντοκράτορος, Ζωγράφου, Καρακάλου, Δοχειαρείου, Ξενοφώντος και Εσφιγμένου.
Το βατοπαιδινό μετόχι ήταν το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο από όλα. Οι εκτάσεις του αυξήθηκαν συν τω χρόνω μέσα από αφιερώματα, δωρεές και εξαγορές. Το μετόχι αποτελούνταν από διάφορα κτήρια, και στο κέντρο του υπήρχε ο μεγάλος πύργος που προστάτευε τους μοναχούς από πειρατές και ληστές. Γύρω από τον πύργο χτίστηκαν τα σπίτια των εργατών του μετοχίου. Έτσι, δημιουργήθηκε το πρώτο χωριό, το οποίο λεγόταν –πώς αλλιώς;– Βατοπαίδι. Το βατοπαιδινό μετόχι καταστράφηκε το 1821, όταν απέτυχε η Επανάσταση στη Χαλκιδική, σύντομα όμως ξαναχτίστηκε. Ύστερα από μερικά χρόνια, το 1842 χτίστηκε και ο Ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Το μετόχι ξαναπυρπολήθηκε το 1854, μετά το πέρασμα από εκεί του έλληνα οπλαρχηγού Τσάμη Καρατάσου.
Το 1903 χτίστηκαν τα τελευταία κτήρια του βατοπαιδινού μετοχίου, πολλά από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Το σημερινό χωριό Βατοπαίδι ιδρύθηκε από πρόσφυγες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά το 1924. Οκτώ χρόνια αργότερα, απέκτησαν γη για να την καλλιεργούν, η οποία λήφθηκε από τα κτήματα του βατοπαιδινού μετοχίου, τα οποία, φυσικά, απαλλοτριώθηκαν σχεδόν στο σύνολό τους. Λίγα όμως στρέμματα (περίπου 20), καθώς και τα παλαιά πέτρινα κτήρια, παρέμειναν ιδιοκτησιακά στο Βατοπαίδι μέχρι το 1974, για να γίνουν η μαγιά για μια νέα περίοδο δημιουργίας.
Το άλλο χωριό στη γειτονιά της Μονής, η Ορμύλια, διατήρησε το ιστορικό όνομα της αρχαίας πόλης. Βέβαια, η Ερμηλία κώμη έπαψε κάποια στιγμή να υπάρχει και στη θέση της χτίστηκε το χωριό Κάστρο, για το οποίο μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε ως προς τη θέση του. Οι αγρότες που ζούσαν στο βυζαντινό Κάστρο δεν βίωναν και πολύ ειρηνικές εποχές, ειδικά στις αρχές του 14ου αιώνα και ειδικότερα τη διετία 1307-1309, όταν η Καταλανική Εταιρεία εγκαταστάθηκε στην Χαλκιδική και οι ληστοσυμμορίτες που την απάρτιζαν κατάκλεψαν τον τόπο.
Ο κόσμος στην περιοχή της Ερμυλίας και του Κάστρου αραίωσε. Οι περισσότεροι έφευγαν ψάχνοντας πιο ήσυχες περιοχές. Δύσκολο, όμως, να βρεθούν τέτοιες περιοχές εκείνα τα χρόνια, τότε που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπέφερε από τις τουρκικές επιδρομές. Σε μία από αυτές, το 1330, στις ακτές πλησίον της Ορμύλιας, κατέφθασαν εξήντα τουρκικά πλοία, αλλά το καταστροφικό τους έργο σταμάτησε ο αυτοκράτορας Καντακουζηνός.
Βέβαια, τα ταραγμένα χρόνια συνεχίστηκαν όσο η Βυζαντινή Αυτοκρατορία παρέπαιε εξαιτίας των εμφύλιων σπαραγμών. Γι’ αυτό και πολλές μεγάλες εκτάσεις της περιοχής πέρασαν στις αγιορειτικές μονές. Τότε χτίστηκε και ο πύργος στο Mετόχι του Βατοπαιδίου. Οι ταραγμένοι τελευταίοι αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τερματίστηκαν με τον χειρότερο τρόπο, και έτσι η Ορμύλια, τα χωριά και τα χωράφια της πέρασαν σε τούρκικα χέρια.
Το χωριό Ορμύλια ήταν συνήθως χάσι (ιδιοκτησία) σουλτάνων και βεζήριδων. Έτσι, οι καημένοι οι κάτοικοί του πλήρωναν αβάσταχτο φόρο στους αδηφάγους ιδιοκτήτες. Ενίοτε, όταν το χωριό δεν μπορούσε να μαζέψει το χαράτσι, οι γέροντές του αποφάσιζαν να πουλήσουν κτήματα σε αγιορείτικα μοναστήρια. Καθώς, όμως, το χαράτσι μεγάλωνε, οι αγρότες δεν άντεχαν και εγκατέλειπαν σταδιακά την περιοχή για να βρουν σε άλλον ήλιο μοίρα. Το χωριό εγκαταλείφθηκε οριστικά τον 17ο αιώνα. Εν τω μεταξύ, οι μετακινήσεις των αγροτικών οικογενειών στην περιοχή και οι αλλαγές στα μετόχια οδήγησαν στη δημιουργία του καινούργιου οικισμού, που ονομάστηκε Καλύβια, στη θέση που βρίσκεται το σημερινό χωριό Ορμύλια.
Με τα χρόνια, τα Καλύβια έλαβαν το όνομα Ορμύλια, το οποίο επιβίωσε για αιώνες, περικλείοντας όλον τον γύρω ευφορότατο κάμπο του δροσερού Χαβρία. Η καινούργια Ορμύλια είχε σπουδαία αγροτική παραγωγή και προκομμένους ανθρώπους. Το δέντρο όμως που την έκανε τότε διάσημη δεν είναι οι ελιές που βλέπετε σήμερα να καλύπτουν με το ασήμι τους λόφους, αλλά οι μουριές. Ήδη από τα βυζαντινά χρόνια, στην περιοχή άκμαζε η σηροτροφία για την παραγωγή μεταξιού.
Ο συνταγματάρχης William Leake, που πέρασε από την περιοχή το 1806, αναφέρει την ύπαρξη 400-500 αργαλειών για μετάξι σε Πολύγυρο και Ορμύλια. Το χωριό πλούτισε, αλλά η σκιά των αποτυχημένων επαναστάσεων σε Μακεδονία και Χαλκιδική έπεσε βαριά επάνω του και η Ορμύλια το 1821 κάηκε. Η αποτυχημένη επανάσταση του 1854 δεν επηρέασε την αναγέννηση του χωριού, και με τα χρόνια η Ορμύλια απέκτησε καινούργιες εκκλησίες καθώς και ένα εξαιρετικό πέτρινο σχολείο, το 1908, σε σχέδια του Ξενοφώντα Παιονίδη, ο οποίος καταγόταν από την Κασσανδρεία και ως αρχιτέκτονας υπέγραψε πολλά θαυμάσια κτήρια σε ολόκληρη τη Χαλκιδική και στο Άγιον Όρος. Το 1912, η Μακεδονία –και μαζί της η Ορμύλια– ενώθηκε στον κορμό της ελεύθερης Ελλάδας.
Η ιστορία της περιοχής μοιάζει με ένα καλοτυλιγμένο μεγάλο κουβάρι. Μέσα του όμως διακρίνεται η κατακόκκινη κλωστή του ορθόδοξου μοναχισμού, ο οποίος μέσα από του κύκλου τα γυρίσματα επέστρεψε το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα στην πανάρχαια κοιτίδα του, ακμαίος και δυνατός.